- ἀνώφορος
- ἀνώφοροςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανώφορος — ἀνώφορος, ον (Α) ο ανωφερής* … Dictionary of Greek
ἀνωφορώτατον — ἀνώφορος masc acc superl sg ἀνώφορος neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνώφορον — ἀνώφορος masc/fem acc sg ἀνώφορος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωφόροις — ἀνώφορος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωφόρου — ἀνώφορος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωφόρων — ἀνώφορος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωφόρῳ — ἀνώφορος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνώφορα — ἀνώφορος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνώφοροι — ἀνώφορος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανήφορος — ο (Μ ἀνήφορος) 1. δρόμος ή τόπος ανηφορικός 2. δυσκολία, δοκιμασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανώφορος < αρχ. ανωφερής Το η της λ. ανήφορος πιθ. αναλογικά προς το κατήφορος (< κατώφορος < κατωφερής) όπου το η οφείλεται σε ρημ. αύξηση η (κατήφερε… … Dictionary of Greek